- κρασπέδωση
- ηη κατασκευή κρασπέδων.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κρασπέδωση — η η περιβολή με κράσπεδο ή η κατασκευή κρασπέδου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρασπεδώνω. Η λ., στον λόγιο τ. κρασπέδωσις, μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Άστυ] … Dictionary of Greek